στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
risolvibile [risolˈvibile] ΕΠΊΘ
1. risolvibile problema:
2. risolvibile ΝΟΜ:
- risolvibile contratto
-
- risolvibile contratto
-
- determinable contract, right
- risolvibile
-
- risolvibile, risolubile
-
- risolvibile
-
- risolvibile
- tractable problem
- risolvibile
στο λεξικό PONS
-
- risolvibile
- tractable problem
- risolvibile
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.