resolutive [βρετ ˈrɛzəluːtɪv, αμερικ rəˈzɑljədɪv, ˈrɛzəˌludɪv] ΕΠΊΘ
- resolutive ΝΟΜ clause
-
- resolutive ΙΑΤΡ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.