στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
principesco <πλ principeschi, principesche> [printʃiˈpesko, ski, ske] ΕΠΊΘ
1. principesco (di principe):
2. principesco μτφ salario, somma, stile:
στο λεξικό PONS
principesco (-a) <-schi, -sche> [prin·tʃi·ˈpes·ko] ΕΠΊΘ
- principesco (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.