στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
perentorio <πλ perentori, perentorie> [perenˈtɔrjo, ri, rje] ΕΠΊΘ
1. perentorio ΝΟΜ:
- perentorio prova, argomento
-
2. perentorio (categorico):
στο λεξικό PONS
perentorio (-a) <-i, -ie> [pe·ren·ˈtɔ:·rio] ΕΠΊΘ
1. perentorio (improrogabile: termine):
- perentorio (-a)
-
2. perentorio (tono, risposta):
- perentorio (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.