I. liquefatto [likweˈfatto] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
liquefatto → liquefare
II. liquefatto [likweˈfatto] ΕΠΊΘ
I. liquefare [likweˈfare] ΡΉΜΑ μεταβ
II. liquefarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. liquefarsi (fondersi):
2. liquefarsi ΦΥΣ:
3. liquefarsi (dissiparsi) μτφ:
- liquefarsi fortuna, patrimonio:
-
- liquefarsi fortuna, patrimonio:
-
4. liquefarsi (avere molto caldo) μτφ:
- liquefarsi persona:
-
- liquefarsi persona:
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.