στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. infortunato [infortuˈnato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
infortunato → infortunarsi
II. infortunato [infortuˈnato] ΕΠΊΘ
infortunato giocatore, operaio:
- infortunato
-
III. infortunato (infortunata) [infortuˈnato] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
infortunarsi [infortuˈnarsi] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
infortunarsi giocatore, operaio:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.