I. incolonnato [inkolonˈnato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
incolonnato → incolonnare
II. incolonnato [inkolonˈnato] ΕΠΊΘ
I. incolonnare [inkolonˈnare] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.