στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
contagioso [kontaˈdʒoso] ΕΠΊΘ
1. contagioso ΙΑΤΡ (infettivo):
2. contagioso μτφ risata, entusiasmo, gaiezza, dinamismo, passione:
-
- contagioso also μτφ
-
- contagioso also μτφ
- infectious disease
-
- infectious person
-
- infectious enthusiasm, laughter
-
στο λεξικό PONS
contagioso (-a) [kon·ta·ˈdʒo:·so] ΕΠΊΘ a. μτφ
- contagioso (-a)
-
- infectious a. μτφ
- contagioso, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.