στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. ciliegia <πλ ciliegie, ciliege> [tʃiˈljɛdʒa] ΟΥΣ θηλ (frutto)
II. ciliegia <πλ ciliegie, ciliege> [tʃiˈljɛdʒa] ΟΥΣ αρσ <πλ ciliegia> (colore)
IV. ciliegia <πλ ciliegie, ciliege> [tʃiˈljɛdʒa]
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.