στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
chirurgico <πλ chirurgici, chirurgiche> [kiˈrurdʒiko] ΕΠΊΘ
chirurgico caso, ago, filo:
- strumenti chirurgici
-
στο λεξικό PONS
chirurgico (-a) <-ci, -che> [ki·ˈrur·dʒi·ko] ΕΠΊΘ (strumenti, operazione)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.