I. abborracciato [abborratˈtʃato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
abborracciato → abborracciare
II. abborracciato [abborratˈtʃato] ΕΠΊΘ
abborracciare [abborratˈtʃare] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.