Oxford Spanish Dictionary
veterano1 (veterana) ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
I. veterano (-a) [be·te·ˈra·no, -a] ΕΠΊΘ
2. veterano (experimentado):
- veterano (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.