Oxford Spanish Dictionary
novedoso (novedosa) ΕΠΊΘ
1. novedoso idea/enfoque:
2. novedoso Χιλ persona:
- novedoso (novedosa)
-
-
- novedoso esp λατινοαμερ
στο λεξικό PONS
novedoso (-a) ΕΠΊΘ λατινοαμερ
- novedoso (-a)
-
-
- novedoso, -a
- innovative model, product
- novedoso, -a
novedoso (-a) [no·βe·ˈdo·so, -a] ΕΠΊΘ λατινοαμερ
- novedoso (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.