Oxford Spanish Dictionary
fulminante1 ΕΠΊΘ
1. fulminante enfermedad:
fulminante2 ΟΥΣ αρσ
1. fulminante (de un arma):
- fulminante
-
2. fulminante <fulminantes mpl > λατινοαμερ ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ:
στο λεξικό PONS
-
- fulminante αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.