Oxford Spanish Dictionary
 
  
 I. knockout [αμερικ ˈnɑkˌaʊt, βρετ ˈnɒkaʊt] ΟΥΣ
II. knockout [αμερικ ˈnɑkˌaʊt, βρετ ˈnɒkaʊt] ΕΠΊΘ
1. knockout προσδιορ blow/punch:
-  knockout
-  
-  knockout
-  
2. knockout competition:
-  knockout
-  
3. knockout (very good):
-  knockout οικ
-  
-  knockout οικ
-  
στο λεξικό PONS
 
  
 I. knockout ΟΥΣ
 
  
  
  
 I. knockout ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
