Oxford Spanish Dictionary
disconforme ΕΠΊΘ
1. disconforme (no satisfecho):
στο λεξικό PONS
disconforme ΕΠΊΘ
1. disconforme (persona):
2. disconforme (cosa):
disconforme [dis·kon·ˈfor·me] ΕΠΊΘ
1. disconforme (persona):
2. disconforme (cosa):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.