Oxford Spanish Dictionary
corrector ortográfico ΟΥΣ αρσ Η/Υ
ortográfico (ortográfica) ΕΠΊΘ
- ortográfico (ortográfica)
- spelling προσδιορ
- ortográfico (ortográfica)
- orthographic τυπικ
- ortográfico (ortográfica)
- orthographical τυπικ
corrector1 (correctora) ΕΠΊΘ
corrector → líquido
gimnasia ΟΥΣ θηλ
στο λεξικό PONS
ortográfico (-a) ΕΠΊΘ
I. corrector(a) ΕΠΊΘ
II. corrector(a) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΤΥΠΟΓΡ
ortográfico (-a) [or·to·ˈɣra·fi·ko, -a] ΕΠΊΘ
I. corrector(a) [ko·rrek·ˈtor] ΕΠΊΘ
II. corrector(a) [ko·rrek·ˈtor] ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΤΥΠΟΓΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- correctamente
- correctivo
- correcto
- corrector
- correctora de estilo
- corrector ortográfico
- corredera
- corredizo
- corredor
- corredora
- corredora de bola