Oxford Spanish Dictionary
consecutivo (consecutiva) ΕΠΊΘ
1. consecutivo (seguido):
2. consecutivo ΓΛΩΣΣ:
- consecutivo (consecutiva)
-
στο λεξικό PONS
consecutivo (-a) ΕΠΊΘ
- consecutivo (-a)
-
consecutivo (-a) [kon·se·ku·ˈti·βo, -a] ΕΠΊΘ
- consecutivo (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.