Oxford Spanish Dictionary
técnico2 (técnico) [o (técnica)] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. técnico (en una fábrica):
2. técnico (de lavadoras, etc):
στο λεξικό PONS
arquitecto (-a) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
técnica ΟΥΣ θηλ
2. técnica (tecnología):
I. técnico (-a) ΕΠΊΘ
arquitecto (-a) [ar·ki·ˈtek·to, -a] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
I. técnico (-a) [ˈtek·ni·ko, -a] ΕΠΊΘ
II. técnico (-a) [ˈtek·ni·ko, -a] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. técnico ΤΕΧΝΟΛ:
2. técnico (especialista):
técnica [ˈtek·ni·ka] ΟΥΣ θηλ
2. técnica (tecnología):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.