I. γρά|φω <έγραψα, -φ(τ)ηκα, -μμένος> [ˈɣrafɔ] VERB μεταβ
1. γράφω:
2. γράφω (σημειώνω):
4. γράφω (ηχογραφώ):
- γράφω
-
5. γράφω (εγγράφω: σπουδαστή κτλ):
II. γράφομαι VERB αυτοπ ρήμα
1. γράφομαι (εγγράφομαι):
2. γράφομαι (βιβλίο):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.