I. μετ|αβάλλω <-έβαλα, -αβλήθηκα, -αβλημένος> [mɛtaˈvalɔ] VERB μεταβ
II. μεταβάλλομαι VERB αυτοπ ρήμα
1. μεταβάλλομαι (αλλάζω):
2. μεταβάλλομαι (ειδικά καιρός):
3. μεταβάλλομαι (μεταμορφώνομαι):
μεταλλείο [mɛtaˈliɔ] SUBST ουδ
- κλείσιμο ουδ μεταλλείου
-
μεταβλητή [mɛtavliˈti] SUBST θηλ
μεταβλητ|ός <-ή, -ό> [mɛtavliˈtɔs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.