Δ.Ε.
Δ.Ε. συντομογραφία: δημόσια έργα
δε1 [ðɛ] ΣΎΝΔ
1. δε (όμως):
δε2 ΜΌΡ
δε s. δεν
δε(ν) [ðɛ(n)] ΜΌΡ
δε(ν) [ðɛ(n)] ΜΌΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.