I. selbst [zɛlpst] ΔΕΙΚΤ ΑΝΤΩΝ
1. selbst (persönlich):
2. selbst (das eigene Selbst):
gebig ΕΠΊΘ CH
1. gebig s. praktisch
2. gebig s. prima
I. praktisch [ˈpraktɪʃ] ΕΠΊΘ
II. praktisch [ˈpraktɪʃ] ΕΠΊΡΡ
2. praktisch (eigentlich):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.