zwang [tsvaŋ]
zwang απλ παρελθ von zwingen
I. zwingen <zwingt, zwang, gezwungen> [ˈtsvɪŋən] VERB μεταβ
1. zwingen (nötigen):
Zwang <-(e)s, Zwänge> [tsvaŋ, pl: ˈtsvɛŋə] SUBST αρσ
1. Zwang (Notwendigkeit):
2. Zwang (durch Gewalt):
4. Zwang (objektiver Zwang):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- Ausübung unmittelbaren Zwangs