πίεσ|η <-εις> [ˈpiɛsi] SUBST θηλ και μτφ (ζόρισμα)
- πίεση
- Druck αρσ
-
- Knopfdruck αρσ
-
- Hochdruckgebiet ουδ
- χαμηλή πίεση ΜΗΧΑΝΙΚΉ
- Niederdruck αρσ
-
- Reifendruck αρσ
- αεροστατική πίεση
-
- πίεση του ανταγωνισμού, ανταγωνιστική πίεση
- Konkurrenzdruck αρσ
- αρτηριακή πίεση
-
- αρχική πίεση
- Anfangsdruck αρσ
- αντίστροφη πίεση
- Gegendruck αρσ
- ατμοσφαιρική πίεση
- Atmosphärendruck αρσ
- πίεση ατμού
- Dampfdruck αρσ
- βαρομετρική πίεση
- Luftdruck αρσ
- πίεση επιπέδου θαλάσσης (βαρομετρική)
-
- πίεση εμβόλου
- Kolbendruck αρσ
- επιφανειακή πίεση
- Oberflächendruck αρσ
- κανονική πίεση
- Normaldruck αρσ
- κρίσιμη πίεση ΦΥΣ
-
- μοριακή πίεση
- Molekulardruck αρσ
- προσροφητική πίεση ΦΥΣ
- Adsorptionsdruck αρσ
- υδροστατική πίεση
-
- ύψος ουδ υδροστατικής πίεσης
-
- ωσμωτική πίεση
-
- πίεση του ανταγωνισμού
- Wettbewerbsdruck αρσ
-
- Druckunterschied αρσ
-
- Druckbehälter αρσ
-
- Druckmessung θηλ
-
- Druckregler αρσ
- συντελεστής αρσ πίεσης ΦΥΣ
- Druckkoeffizient αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- πίεση του ανταγωνισμού, ανταγωνιστική πίεση
- Konkurrenzdruck αρσ
- πίεση θηλ συμπύκνωσης
- πίεση θηλ τριχοειδών
- Kapillardruck αρσ
- πίεση θηλ ακτινοβολίας ΗΛΕΚ
- Strahlungsdruck αρσ
- αρχική πίεση
- Anfangsdruck αρσ