Mittel <-s, -> [ˈmɪtəl] SUBST ουδ
1. Mittel (Möglichkeit):
3. Mittel (Medikament, gegen Ungeziefer):
- Mittel
- φάρμακο ουδ
- ein Mittel gegen Kopfschmerzen
-
4. Mittel (Reinigungsmittel):
- Mittel
- καθαριστικό ουδ
5. Mittel nur πλ (Geld):
- Mittel
-
- Mittel
-
6. Mittel ΜΑΘ:
- Mittel
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.