I. μέσ|ος <-η, -ο> [ˈmɛsɔs] ΕΠΊΘ
1. μέσος (μεσαίος):
2. μέσος (μέτριος, συνηθισμένος, σε στατιστική):
II. μέσ|ος <-η, -ο> [ˈmɛsɔs] SUBST αρσ (στο ποδόσφαιρο)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.