maß [maːs]
maß απλ παρελθ von messen
I. messen <misst, maß, gemessen> [ˈmɛsən] VERB μεταβ
II. messen <misst, maß, gemessen> [ˈmɛsən] VERB αμετάβ
Maß1 <-es, -e> [maːs] SUBST ουδ
1. Maß (Maßeinheit):
3. Maß (Ausmaß):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.