Masse <-, -n> [ˈmasə] SUBST θηλ
1. Masse (große Menge):
2. Masse (ungeformter Stoff) ΦΥΣ:
5. Masse (Konkursmasse):
6. Masse (Erbmasse):
maß [maːs]
maß απλ παρελθ von messen
I. messen <misst, maß, gemessen> [ˈmɛsən] VERB μεταβ
II. messen <misst, maß, gemessen> [ˈmɛsən] VERB αμετάβ
Maß1 <-es, -e> [maːs] SUBST ουδ
1. Maß (Maßeinheit):
3. Maß (Ausmaß):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.