I. eigentümlich ΕΠΊΘ
1. eigentümlich (merkwürdig):
2. eigentümlich τυπικ (typisch):
- jdm/einer S. eigentümlich sein
-
- mit der ihm eigentümlichen Gelassenheit
-
II. eigentümlich ΕΠΊΡΡ
- eigentümlich sich verhalten
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- mit der ihm eigentümlichen Gelassenheit