Sachkundige(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
-  Sachkundige(r)
-  spécialiste αρσ θηλ
I. sachkundig ΕΠΊΘ
II. sachkundig ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
