Routine <-; χωρίς πλ> [ruˈtiːnə] ΟΥΣ θηλ
1. Routine (Erfahrung):
2. Routine (Gewohnheit):
Routine ΟΥΣ
- die Routine durchbrechen
-
- die Routine durchbrechen
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.