Erregung ΟΥΣ θηλ
1. Erregung (Aufgewühltsein):
2. Erregung (Aufgebrachtsein):
3. Erregung (sexuelle Erregung):
- Erregung
- excitation θηλ
4. Erregung χωρίς πλ (Erzeugung):
- Erregung von Missfallen, Zweifel
- naissance θηλ
- Erregung von Missfallen, Zweifel
- apparition θηλ
- Erregung öffentlichen Ärgernisses
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.