στο λεξικό PONS
un·be·stä·tigt [ˈʊnbəʃtɛ:tɪçt] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
- unwiderrufliches, unbestätigtes Akkreditiv ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ (Zahlungsverpflichtung für die eröffnende Bank)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.