στο λεξικό PONS
I. syn·chron [zʏnˈkro:n] ΕΠΊΘ
1. synchron τυπικ (gleichzeitig):
2. synchron ΓΛΩΣΣ:
II. syn·chron [zʏnˈkro:n] ΕΠΊΡΡ
1. synchron τυπικ:
2. synchron ΓΛΩΣΣ:
Kon·junk·tur·in·di·ka·tor <-s, -en> ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
synchroner Konjunkturindikator phrase ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Konjunkturindikator ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Symptom
- symptomatisch
- Symptomkontrolle
- Synagoge
- Synapse
- synchroner Konjunkturindikator
- Synchronisation
- synchronisieren
- Synchronisierung
- Synchronsprecher Synchronsprecherin
- Synchronspringer