στο λεξικό PONS
I. stu·fen·wei·se ΕΠΊΘ
II. stu·fen·wei·se ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
stufenweise ΕΠΊΡΡ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.