I. na·ment·lich [ˈna:məntlɪç] ΕΠΊΘ
II. na·ment·lich [ˈna:məntlɪç] ΕΠΊΡΡ
1. namentlich (mit Namen):
2. namentlich (insbesondere):
- unspecified people
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.