στο λεξικό PONS


I. müt·ter·lich [ˈmʏtɐlɪç] ΕΠΊΘ
1. mütterlich (von jds Mutter):
II. müt·ter·lich [ˈmʏtɐlɪç] ΕΠΊΡΡ


Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.