

I. kö·nig·lich [ˈkø:nɪklɪç] ΕΠΊΘ
II. kö·nig·lich [ˈkø:nɪklɪç] ΕΠΊΡΡ
1. königlich οικ (köstlich):
2. königlich (großzügig):
- königlich
-
- königlich
-


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.