I. kämp·fe·risch ΕΠΊΘ
1. kämpferisch ΑΘΛ (einsatzfreudig):
2. kämpferisch (Kampfgeist aufweisend):
3. kämpferisch ΣΤΡΑΤ (den Kampf betreffend):
II. kämp·fe·risch ΕΠΊΡΡ ΣΤΡΑΤ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.