I. ideo·lo·gisch [ideoˈlo:gɪʃ] ΕΠΊΘ
1. ideologisch (eine Ideologie betreffend):
2. ideologisch μειωτ παρωχ (weltfremden Theorien anhängend):
II. ideo·lo·gisch [ideoˈlo:gɪʃ] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.