στο λεξικό PONS
Ver·dich·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Verdichtung (Zunahme):
2. Verdichtung Η/Υ (Komprimierung):
3. Verdichtung ΦΥΣ (Kondensation):
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Verdichtung ΠΡΟΤΥΠΟΠ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
einstufige Verdichtung
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- einstoßen
- Einstrahlung
- einstreichen
- einstreuen
- Einstrippen
- einstufige Verdichtung
- Einstufung
- einstündig
- einstürmen
- Einsturz
- einstürzen