durchwegs ΕΠΊΡΡ A, CH
durchwegs → durchweg
durch·weg [ˈdʊrçvɛk] ΕΠΊΡΡ, durch·wegs [ˈdʊrçve:ks] ΕΠΊΡΡ A
durch·weg [ˈdʊrçvɛk] ΕΠΊΡΡ, durch·wegs [ˈdʊrçve:ks] ΕΠΊΡΡ A
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.