I. an·deu·tungs·wei·se ΕΠΊΡΡ
1. andeutungsweise (indirekt):
2. andeutungsweise (rudimentär):
 
 -  
 -  etw [andeutungsweise] einzeichnen
 
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.