στο λεξικό PONS
Stam·mes·füh·rer(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Lan·des·grup·pe <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Stam·mes·häupt·ling <-s, -e> ΟΥΣ αρσ
Stam·mes·ent·wick·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΒΙΟΛ
Stam·mes·fürst <-en, -en> ΟΥΣ αρσ
Stam·mes·brauch ΟΥΣ αρσ
Stam·mes·feh·de <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Stammesgebiet ΟΥΣ
Trainingsgruppe ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Einkommensgruppe ΟΥΣ θηλ ΦΟΡΟΛ
Anspruchsgruppe ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Wirtschaftsgruppe ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Vermögensgruppe ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Zuteilungsgruppe ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Institutsgruppe ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.