στο λεξικό PONS
- closure of street
- Sperrung θηλ <-, -en>
- stoppage of pay, a cheque
- Sperrung θηλ <-, -en>
- suspension ΑΘΛ
- Sperrung θηλ <-, -en>
-
- Sperrung θηλ <-, -en>
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Sperrung ΥΠΟΔΟΜΉ
- Sperrung eines Fahrstreifens
-
-
- Sperrung eines Fahrstreifens
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.