Preis·rich·ter(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Preisrichter(in)
-
-
- Preisrichter(in) αρσ (θηλ) <-s, -; -, -nen>
-
- Preisrichter(in) αρσ (θηλ) <-s, -; -, -nen>
- judge (at a competition)
- Preisrichter(in) αρσ (θηλ) <-s, -; -, -nen>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.