στο λεξικό PONS
Pfingst·wo·che <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Pfingst·ler(in) <-s, -> [ˈpfɪŋstlɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΘΡΗΣΚ
Well·ness·wo·chen·en·de <-s, -n> ΟΥΣ ουδ
Wo·chen·en·de [ˈvɔxn̩ʔɛndə] ΟΥΣ ουδ
Wo·chen·end·heim·fah·rer(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Wo·chen·end·aus·flüg·ler(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Wo·chen·end·be·zie·hung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ
Wo·chen·end·pau·scha·le ΟΥΣ θηλ
Wo·chen·end·bei·la·ge <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΜΜΕ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Wochenendeffekt ΟΥΣ αρσ CTRL
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.