στο λεξικό PONS
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Minderheitsanteil ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Minderheitsanteil (Anteil am Eigenkapital eines Unternehmens, der 50% nicht überschreitet)
-
-
- Minderheitsanteil αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.