Be·stär·kung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Bestärkung (Unterstützung):
- Bestärkung
-
- Bestärkung
-
2. Bestärkung (Erhärtung):
- Bestärkung
-
-
- Bestärkung θηλ <-, -en>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.